- συμμετρία
- ηαρμονία, ορθή αναλογία: Κατάπληξη προκαλεί η συμμετρία όλων των μερών του Παρθενώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμμετρία — συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc/acc dual συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek
συμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετριάσας — συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem acc pl (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem gen sg (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάζω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίαι — συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετριῶν — συμμετρία commensurability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)